νομῳδός

νομῳδός
νομ-ῳδός, ,
A one who chants or proclaims the law, Str.12.2.9.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νομωδός — νομωδός, ὁ (Α) 1. αυτός που άδει, που κηρύσσει τον νόμο 2. εξηγητής τού νόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. κιθαρ ωδός] …   Dictionary of Greek

  • νομῳδόν — νομῳδός one who chants masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Харонд — (Χαρώνδας, Charondas) один из древнегреческих законодателей, уроженец сицилийского города Катаны, происходил из среднего сословия. Хотя древними и новыми исследователями личность его признается исторической, но точных сведений ни о нем, ни о… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”